Εκτός αν διαβάζεις από την αποικία γυμνιστών στο Maui που πήγε να ζήσει ο LaChapelle, το πως ντύνεσαι είναι κάτι που – είτε σ’ αρέσει, είτε όχι - σε αφορά. Και μπορεί ο Έλληνας να αδιαφορεί για το στιλ – το στιλ, όμως, δεν αδιαφορεί για κανέναν.
Στο δημοτικό σχολείο που πήγαινα υπήρχαν ακόμα οι ποδιές. Όταν είχαμε “επίσημη εκδήλωση” (αποφοιτήσεις των τάξεων, θεατρική παράσταση ή χορωδία) φορούσαμε επίσημη στολή: πλισέ φούστα και πουκάμισο τα κορίτσια, μπλε υφασμάτινο παντελόνι, λευκό πουκάμισο και μπλε πουλόβερ τα αγόρια. Μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου από εκείνα τα χρόνια είναι το πώς πάσχιζε ο καθένας από εμάς να ξεχωρίσει μέσα σε αυτή την επιβεβλημένη ομοιομορφία. Τα κορίτσια προσπαθούσαν με κοσμήματα και με αξεσουάρ στα μαλλιά, τα αγόρια με παράξενα χτενίσματα και μικρά τρικ – άλλος γυρνούσε τα μανίκια, άλλος σήκωνε τον γιακά, άλλος φορούσε το πουλόβερ ανάποδα. Και έπειτα ήρθε η εφηβεία και συνέβη το έξης παράδοξο: ενώ πλέον κανένας δεν μας επέβαλε να ντυνόμαστε ίδια, όλοι θέλαμε να μοιάζουμε. Φορούσαμε τα ίδια ρούχα, αγοράζαμε τα ίδια παπούτσια, χτενιζόμασταν παρόμοια και αντιγράφαμε ό,τι βλέπαμε στα περιοδικά και την τηλεόραση. Μοιάζει αστείο, αλλά φαίνεται πως στο δημοτικό ψάχναμε το προσωπικό μας στιλ, ενώ στα μετέπειτα χρόνια ακολουθούσαμε απλά την εκάστοτε μόδα.
Σήμερα κοιτώντας γύρω μου, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η πλειοψηφία των Ελλήνων έχει γραμμένη στα παλιά της τα παπούτσια (κυριολεκτικά) τόσο τη μόδα, όσο και το στιλ. Μια βόλτα στην πόλη αρκεί για να καταλάβεις πως το τζιν και το t-shirt έχει άτυπα ανακηρυχτεί η εθνική μας στολή και πρέπει κανείς να ψάξει πολύ για να ανακαλύψει κάτι ενδυματολογικά ενδιαφέρον, είτε ιδιόμορφα alternative ντυσίματα σε γκαλερί, συναυλίες και μικρά μπαράκια του κέντρου, είτε sartorial εμφανίσεις σε upper class εστιατόρια, ξενοδοχεία και corporate πολυεθνικές. Οι εξαιρέσεις είναι εκεί μόνο και μόνο για να επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα πως η ανάγκη του Έλληνα να ενσωματωθεί στο σύνολο, να γίνει, σαν χαμαιλέοντας, ένα με το περιβάλλον του, υπερκαλύπτει την επιθυμία του να ξεχωρίσει από το πλήθος. Κάπως σαν να ακολουθούν όλοι ένα άγραφο ενδυματολογικό πρωτόκολλο, μια ντιρεκτίβα που λέει πως όποιος τολμήσει στιλιστικά κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους, αυτομάτως θα χαρακτηρίζεται ψώνιο, εκκεντρικός ή μετροσέξουαλ.
Τους περισσότερους, βέβαια, δεν τους κρατάει πίσω η σκέψη μήπως χαρακτηριστούν κάτι από τα παραπάνω, αλλά ο φόβος της κακογουστιάς, μην επιχειρήσουν ένα στιλιστικό πείραμα που οδηγήσει σε πανωλεθρία. Και ναι, το να είσαι καλόγουστος είναι κάτι εγγενές - αλλά το να ενδιαφερθείς για το στιλ σου και να δουλέψεις πάνω σε αυτό είναι μια απόφαση που ο καθένας καλείται να πάρει. Κανείς δεν συνδύασε κατά τύχη επιτυχώς το χρώμα του polo shirt του με τις ρίγες στις κάλτσες του και κανένας δεν έδεσε με μια κίνηση prima vista έναν τέλειο Windsor κόμπο στη γραβάτα του.
ο να είσαι καλοντυμένος (casual ή formal, δεν έχει σημασία) απαιτεί αφενός να το θέλεις και αφετέρου να αφιερώνεις ένα μικρό ποσοστό του χρόνου, του χρήματος και της σκέψης σου προς την κατεύθυνση αυτή – χωρίς αυτός ο χρόνος, το χρήμα και η σκέψη να είναι εμφανή στοιχεία στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτή είναι η τέχνη του στιλ, και σε αυτή τη χώρα δεν φαίνεται να έχουμε μεγάλο ταλέντο στη συγκεκριμένη τέχνη.
Φυσικά υπάρχουν ελαφρυντικά: εκεί έξω δεν έχουμε και πολλά πρότυπα για να αντιγράψουν τα μικρά ελληνόπουλα, είτε μιλάμε για καλοντυμένους εγχώριους celebrities (γελάω την ώρα που το πληκτρολογώ), είτε για πρότυπα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, δεδομένου ότι ο μέσος Έλληνας έχει δει τον πατέρα του με επίσημο ένδυμα δύο - τρεις φορές, στην κηδεία της γιαγιάς του και στους αρραβώνες της ξαδέρφης του. Καθοριστικό ρόλο παίζει επίσης πως σαν χώρα παραδοσιακά δεν συμμετείχαμε ποτέ στη βιομηχανία της μόδας, όπως οι Γάλλοι, οι Ιταλοί ή οι Άγγλοι. Αν ο κάθε λαός μπορεί να υπερηφανεύεται πως κατέχει εκείνα που παράγει η πατρίδα του, στο συλλογικό DNA του Έλληνα η μόδα δεν είναι καταγεγραμμένη: Οι Ιταλοί, ας πούμε, ξέρουν από στιλ και mozzarella, εμείς ξέρουμε από παραλίες και φέτα.
Σε αντίθεση, όμως, με τις άλλες τέχνες, τις συμβατικές, που αν δεν θες να σηκώσεις πινέλο δεν τρέχει και τίποτα, από την τέχνη του στιλ δεν μπορεί να γλιτώσει κανείς. Θες δεν θες είσαι ο “καλλιτέχνης”, το σώμα σου ο καμβάς, τα ρούχα σου οι πρώτες ύλες. Και κάθε πρωί καλείσαι να δημιουργήσεις κάτι. Κάτι εντυπωσιακό, κάτι εκτρωματικό ή κάτι αδιάφορο. Κάτι στο οποίο, με το που βγεις από την πόρτα, θα πέσουν επάνω του εκατοντάδες βλέμματα.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ζούμε στη χαρούμενη αποικία γυμνιστών που πήγε να ζήσει ο αμφιλεγόμενος φωτογράφος και άρα, όπως σοφά έλεγε ο Mark Twain, “τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο. Οι γυμνοί άνθρωποι έχουν ελάχιστη ή καθόλου επιρροή στην κοινωνία”. Το να τοποθετείς το στιλ στον πάτο των προτεραιοτήτων σου είναι δικαίωμά σου - αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα κριθείς αυστηρά για αυτή την αδιαφορία.
Οι έρευνες λένε πως βγάζουμε συμπεράσματα ο ένας για τον άλλον μέσα στα πρώτα 3 δευτερόλεπτα της γνωριμίας μας – και έπειτα περνάμε γύρω στα 90 δευτερόλεπτα προσπαθώντας να επιβεβαιώσουμε τις αρχικές μας εντυπώσεις. Αναπόφευκτα οι άλλοι θα σε κρίνουν από αυτά που φοράς και, σε αντίθεση με το ύψος σου, ή τα φυσικά χαρακτηριστικά του προσώπου σου, το ντύσιμο είναι κάτι που περνάει από το χέρι σου να το βελτιώσεις. Πολύ πριν ανοίξεις το στόμα σου να μιλήσεις, στέλνεις ήδη ένα πρώτο μήνυμα: αν ντύνεσαι συντηρητικά, στέλνεις το μήνυμα “είμαι συντηρητικός” ή “φοβάμαι να πάρω ρίσκα”. Aν ντύνεσαι εκκεντρικά μοιάζεις να λες “είμαι εκκεντρικός” ή “είμαι ανασφαλής και θέλω να με προσέξετε”. Αν ντύνεσαι παντελώς αδιάφορα, αυτό που λες είναι “έχω αδιάφορη προσωπικότητα”. Και, δεδομένου πως η ζωή λατρεύει να είναι απρόβλεπτη, όλα αυτά είναι πιθανό να τα λες στο επόμενο αφεντικό σου, τον επόμενο πελάτη σου ή στη γυναίκα της ζωής σου. Υπάρχει ολόκληρη επιστήμη που ασχολείται με τη μη-λεκτική επικοινωνία και τη μετάφραση αυτών των μηνυμάτων από τον δέκτη, ας αρκεστούμε όμως εδώ να πούμε πως έρευνες έχουν αποδείξει πως, αν δυο υποψήφιοι για μια δουλειά έχουν ακριβώς τα ίδια προσόντα, θα προτιμηθεί εκείνος που πήγε καλύτερα ντυμένος στη συνέντευξη.
Αν δεν το έχεις ήδη κάνει όση ώρα διαβάζεις, ήρθε η ώρα να το κάνεις τώρα: Κοίτα τι φοράς. Αντικατοπτρίζει το ντύσιμό σου αυτό το οποίο είσαι ή εκείνο που ενδεχομένως θα ήθελες να είσαι; Είναι αυτό το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε συνάρτηση με το γούστο σου, τη ζωή σου και την οικονομική σου κατάσταση; Ή μήπως αν είχες αφιερώσει μερικά παραπάνω δευτερόλεπτα σήμερα το πρωί θα μπορούσες να τα έχεις πάει και καλύτερα; Όπως και να 'χει, τα νέα είναι θετικά: Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα για να ξαναπροσπαθήσεις.
oneman.gr
Στο δημοτικό σχολείο που πήγαινα υπήρχαν ακόμα οι ποδιές. Όταν είχαμε “επίσημη εκδήλωση” (αποφοιτήσεις των τάξεων, θεατρική παράσταση ή χορωδία) φορούσαμε επίσημη στολή: πλισέ φούστα και πουκάμισο τα κορίτσια, μπλε υφασμάτινο παντελόνι, λευκό πουκάμισο και μπλε πουλόβερ τα αγόρια. Μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου από εκείνα τα χρόνια είναι το πώς πάσχιζε ο καθένας από εμάς να ξεχωρίσει μέσα σε αυτή την επιβεβλημένη ομοιομορφία. Τα κορίτσια προσπαθούσαν με κοσμήματα και με αξεσουάρ στα μαλλιά, τα αγόρια με παράξενα χτενίσματα και μικρά τρικ – άλλος γυρνούσε τα μανίκια, άλλος σήκωνε τον γιακά, άλλος φορούσε το πουλόβερ ανάποδα. Και έπειτα ήρθε η εφηβεία και συνέβη το έξης παράδοξο: ενώ πλέον κανένας δεν μας επέβαλε να ντυνόμαστε ίδια, όλοι θέλαμε να μοιάζουμε. Φορούσαμε τα ίδια ρούχα, αγοράζαμε τα ίδια παπούτσια, χτενιζόμασταν παρόμοια και αντιγράφαμε ό,τι βλέπαμε στα περιοδικά και την τηλεόραση. Μοιάζει αστείο, αλλά φαίνεται πως στο δημοτικό ψάχναμε το προσωπικό μας στιλ, ενώ στα μετέπειτα χρόνια ακολουθούσαμε απλά την εκάστοτε μόδα.
Σήμερα κοιτώντας γύρω μου, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η πλειοψηφία των Ελλήνων έχει γραμμένη στα παλιά της τα παπούτσια (κυριολεκτικά) τόσο τη μόδα, όσο και το στιλ. Μια βόλτα στην πόλη αρκεί για να καταλάβεις πως το τζιν και το t-shirt έχει άτυπα ανακηρυχτεί η εθνική μας στολή και πρέπει κανείς να ψάξει πολύ για να ανακαλύψει κάτι ενδυματολογικά ενδιαφέρον, είτε ιδιόμορφα alternative ντυσίματα σε γκαλερί, συναυλίες και μικρά μπαράκια του κέντρου, είτε sartorial εμφανίσεις σε upper class εστιατόρια, ξενοδοχεία και corporate πολυεθνικές. Οι εξαιρέσεις είναι εκεί μόνο και μόνο για να επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα πως η ανάγκη του Έλληνα να ενσωματωθεί στο σύνολο, να γίνει, σαν χαμαιλέοντας, ένα με το περιβάλλον του, υπερκαλύπτει την επιθυμία του να ξεχωρίσει από το πλήθος. Κάπως σαν να ακολουθούν όλοι ένα άγραφο ενδυματολογικό πρωτόκολλο, μια ντιρεκτίβα που λέει πως όποιος τολμήσει στιλιστικά κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους, αυτομάτως θα χαρακτηρίζεται ψώνιο, εκκεντρικός ή μετροσέξουαλ.
Τους περισσότερους, βέβαια, δεν τους κρατάει πίσω η σκέψη μήπως χαρακτηριστούν κάτι από τα παραπάνω, αλλά ο φόβος της κακογουστιάς, μην επιχειρήσουν ένα στιλιστικό πείραμα που οδηγήσει σε πανωλεθρία. Και ναι, το να είσαι καλόγουστος είναι κάτι εγγενές - αλλά το να ενδιαφερθείς για το στιλ σου και να δουλέψεις πάνω σε αυτό είναι μια απόφαση που ο καθένας καλείται να πάρει. Κανείς δεν συνδύασε κατά τύχη επιτυχώς το χρώμα του polo shirt του με τις ρίγες στις κάλτσες του και κανένας δεν έδεσε με μια κίνηση prima vista έναν τέλειο Windsor κόμπο στη γραβάτα του.
ο να είσαι καλοντυμένος (casual ή formal, δεν έχει σημασία) απαιτεί αφενός να το θέλεις και αφετέρου να αφιερώνεις ένα μικρό ποσοστό του χρόνου, του χρήματος και της σκέψης σου προς την κατεύθυνση αυτή – χωρίς αυτός ο χρόνος, το χρήμα και η σκέψη να είναι εμφανή στοιχεία στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτή είναι η τέχνη του στιλ, και σε αυτή τη χώρα δεν φαίνεται να έχουμε μεγάλο ταλέντο στη συγκεκριμένη τέχνη.
Φυσικά υπάρχουν ελαφρυντικά: εκεί έξω δεν έχουμε και πολλά πρότυπα για να αντιγράψουν τα μικρά ελληνόπουλα, είτε μιλάμε για καλοντυμένους εγχώριους celebrities (γελάω την ώρα που το πληκτρολογώ), είτε για πρότυπα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, δεδομένου ότι ο μέσος Έλληνας έχει δει τον πατέρα του με επίσημο ένδυμα δύο - τρεις φορές, στην κηδεία της γιαγιάς του και στους αρραβώνες της ξαδέρφης του. Καθοριστικό ρόλο παίζει επίσης πως σαν χώρα παραδοσιακά δεν συμμετείχαμε ποτέ στη βιομηχανία της μόδας, όπως οι Γάλλοι, οι Ιταλοί ή οι Άγγλοι. Αν ο κάθε λαός μπορεί να υπερηφανεύεται πως κατέχει εκείνα που παράγει η πατρίδα του, στο συλλογικό DNA του Έλληνα η μόδα δεν είναι καταγεγραμμένη: Οι Ιταλοί, ας πούμε, ξέρουν από στιλ και mozzarella, εμείς ξέρουμε από παραλίες και φέτα.
Σε αντίθεση, όμως, με τις άλλες τέχνες, τις συμβατικές, που αν δεν θες να σηκώσεις πινέλο δεν τρέχει και τίποτα, από την τέχνη του στιλ δεν μπορεί να γλιτώσει κανείς. Θες δεν θες είσαι ο “καλλιτέχνης”, το σώμα σου ο καμβάς, τα ρούχα σου οι πρώτες ύλες. Και κάθε πρωί καλείσαι να δημιουργήσεις κάτι. Κάτι εντυπωσιακό, κάτι εκτρωματικό ή κάτι αδιάφορο. Κάτι στο οποίο, με το που βγεις από την πόρτα, θα πέσουν επάνω του εκατοντάδες βλέμματα.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ζούμε στη χαρούμενη αποικία γυμνιστών που πήγε να ζήσει ο αμφιλεγόμενος φωτογράφος και άρα, όπως σοφά έλεγε ο Mark Twain, “τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο. Οι γυμνοί άνθρωποι έχουν ελάχιστη ή καθόλου επιρροή στην κοινωνία”. Το να τοποθετείς το στιλ στον πάτο των προτεραιοτήτων σου είναι δικαίωμά σου - αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα κριθείς αυστηρά για αυτή την αδιαφορία.
Οι έρευνες λένε πως βγάζουμε συμπεράσματα ο ένας για τον άλλον μέσα στα πρώτα 3 δευτερόλεπτα της γνωριμίας μας – και έπειτα περνάμε γύρω στα 90 δευτερόλεπτα προσπαθώντας να επιβεβαιώσουμε τις αρχικές μας εντυπώσεις. Αναπόφευκτα οι άλλοι θα σε κρίνουν από αυτά που φοράς και, σε αντίθεση με το ύψος σου, ή τα φυσικά χαρακτηριστικά του προσώπου σου, το ντύσιμο είναι κάτι που περνάει από το χέρι σου να το βελτιώσεις. Πολύ πριν ανοίξεις το στόμα σου να μιλήσεις, στέλνεις ήδη ένα πρώτο μήνυμα: αν ντύνεσαι συντηρητικά, στέλνεις το μήνυμα “είμαι συντηρητικός” ή “φοβάμαι να πάρω ρίσκα”. Aν ντύνεσαι εκκεντρικά μοιάζεις να λες “είμαι εκκεντρικός” ή “είμαι ανασφαλής και θέλω να με προσέξετε”. Αν ντύνεσαι παντελώς αδιάφορα, αυτό που λες είναι “έχω αδιάφορη προσωπικότητα”. Και, δεδομένου πως η ζωή λατρεύει να είναι απρόβλεπτη, όλα αυτά είναι πιθανό να τα λες στο επόμενο αφεντικό σου, τον επόμενο πελάτη σου ή στη γυναίκα της ζωής σου. Υπάρχει ολόκληρη επιστήμη που ασχολείται με τη μη-λεκτική επικοινωνία και τη μετάφραση αυτών των μηνυμάτων από τον δέκτη, ας αρκεστούμε όμως εδώ να πούμε πως έρευνες έχουν αποδείξει πως, αν δυο υποψήφιοι για μια δουλειά έχουν ακριβώς τα ίδια προσόντα, θα προτιμηθεί εκείνος που πήγε καλύτερα ντυμένος στη συνέντευξη.
Αν δεν το έχεις ήδη κάνει όση ώρα διαβάζεις, ήρθε η ώρα να το κάνεις τώρα: Κοίτα τι φοράς. Αντικατοπτρίζει το ντύσιμό σου αυτό το οποίο είσαι ή εκείνο που ενδεχομένως θα ήθελες να είσαι; Είναι αυτό το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε συνάρτηση με το γούστο σου, τη ζωή σου και την οικονομική σου κατάσταση; Ή μήπως αν είχες αφιερώσει μερικά παραπάνω δευτερόλεπτα σήμερα το πρωί θα μπορούσες να τα έχεις πάει και καλύτερα; Όπως και να 'χει, τα νέα είναι θετικά: Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα για να ξαναπροσπαθήσεις.
oneman.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου