Κάποιοι τις βλέπουν για να «ξαναζήσουν» ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Αλλοι για αναψυχή και ξαλάφρωμα.
Δεν πρόκειται ασφαλώς για νέα τάση. Απλώς, οι λεγόμενες «παλιές καλές ελληνικές κωμωδίες» του '50 και του '60 ανανεώνουν διαρκώς το συμβόλαιό τους με το κοινό, ειδικά σε περιστάσεις κρίσης και κατήφειας.
Εως και ο ανταποκριτής τής «Μοντ» το πήρε χαμπάρι. «Υπάρχει μία σταθερή αξία, άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο, που κάνει τους Ελληνες κάθε γενιάς να γελούν και ίσως λόγω κρίσης να απολαμβάνει μια δεύτερη νιότη», έγραφε σε πρόσφατο άρθρο της η γαλλική εφημερίδα μιλώντας για ηθοποιούς «που ονομάζονται Βέγγος, Βουτσάς, Κωνσταντάρας, Χατζηχρήστος, Βλαχοπούλου ή Βουγιουκλάκη».
Δεν χρειάζεται βέβαια να πάμε τόσο μακριά. Λίγες είναι οι ημέρες που έστω ένα ελληνικό κανάλι δεν προβάλλει ελληνική κωμωδία του '50 ή του '60.
Προ ημερών σε λίστα δημοφιλούς site για «κατέβασμα» ελληνικών ταινιών το είδος καταλάμβανε τις 35 από τις 100 θέσεις. Οι πρωταγωνιστές και οι ατάκες τους φιλοξενούνται εδώ και καιρό σε ένα σωρό εκδόσεις, ημερολόγια έως και επιτραπέζια. Η μεταφορά τους ωστόσο στο θέατρο (και λιγότερο στον κινηματογράφο) είναι φαινόμενο των τελευταίων ετών, το οποίο δεν δείχνει να εκλείπει: εφέτος ετοιμάζονται να ανέβουν στη σκηνή, μεταξύ άλλων, το «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος» και το «Μια τρελή τρελή σαραντάρα».
Παρόμοια εικόνα έχουν και μερικά βιντεοκλάμπ. «Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο παρατηρείται μια ελαφριά αύξηση στην κωμωδία γενικά, που επηρεάζει θετικά και τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», λέει ο Λευτέρης, ιδιοκτήτης του Movie Galaxy στην οδό Ιπποκράτους. Οι πελάτες που προτιμούν παλιές ελληνικές κωμωδίες «είναι κυρίως 35άρηδες ή μεγαλύτεροι, αλλά και αρκετοί φοιτητές από την επαρχία ή θεατές που βλέπουν το σύγχρονο ελληνικό σινεμά με ελαφρύ σκεπτικισμό».
Ασχέτως ηλικίας και γούστων, οι περισσότεροι αναζητούν κυρίως ηθοποιούς, με τον Βέγγο, τον Κωνσταντάρα ή τον Παπαγιαννόπουλο να φιγουράρουν στις πρώτες ανδρικές θέσεις και την Καρέζη, τη Βουγιουκλάκη, τη Βλαχοπούλου ή την Καλογεροπούλου στις γυναικείες. «Αλλοι έρχονται και ζητούν συγκεκριμένους τίτλους, όπως "Της κακομοίρας", το "Υπάρχει και φιλότιμο" ή το "Τζένη, Τζένη" που είναι μερικοί από τους πιο δημοφιλείς», λέει ο Λευτέρης. «Υπάρχουν όμως και κάποιοι πιο "ψαγμένοι" πελάτες», συνεχίζει, «που γνωρίζουν και ζητούν ταινίες σε σενάριο του Σακελλάριου ή του Τσιφόρου».
Από τη μεριά τους, οι νεότερες ηλικίες μόνο με σνομπισμό δεν μοιάζουν να αντιμετωπίζουν το «φαινόμενο». Η Αννυ, 22χρονη φοιτήτρια Παιδαγωγικών στην Αθήνα, όταν ήταν πολύ μικρότερη έβλεπε, όπως λέει, ταινίες με τη Βουγιουκλάκη σχεδόν σαν να άκουγε ένα παραμύθι. Παρακολουθούσε και άλλες με τον Βέγγο ή τον Χατζηχρήστο, δεν μπορούσε όμως ακόμη να καταλάβει όλα τα αστεία τους.
Μεγαλώνοντας δεν εγκατέλειψε το σπορ, απλώς εκείνες τις αισθηματικές κομεντί άρχισε πλέον να τις παρακολουθεί με μια τρυφερούτσικη κοροϊδία και τις υπόλοιπες να τις βλέπει με νέα, πιο πρόθυμη ματιά.
Σήμερα γελάει με ατάκες όπως το «συγχωρέστε με αν σας χαλάω τη διασκέδαση», από τη σκηνή που ο «αλήτης» Παπαμιχαήλ εισβάλλει στο πάρτι της «αρχόντισσας» Βουγιουκλάκη, με την προτροπή «χούφτωσ' τη, χούφτωσ' τη» του Παπαγιαννόπουλου προς τον Κωνσταντάρα στο «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» ή με το άγαρμπα ναζιάρικο και πολυαγαπημένο του κοινού «γυρίσατε;» της Καρέζη στο «Δεσποινίς διευθυντής».
Καμιά φορά, λέει η Αννυ, χρησιμοποιεί γελώντας αυτές ή άλλες ατάκες με την παρέα της, στην καθημερινότητά τους. Αν πετύχουν μια ταινία στην τηλεόραση και συνηγορεί και η διάθεσή τους, θα τη δουν μέχρι τέλους. Ενώ σε περίοδο Eξεταστικής, «αν διαβάζουμε παρέα, μπορεί αντί για διάλειμμα να στηθούμε στο YouTube και να δούμε πολύ συγκεκριμένες σκηνές που τις θυμόμαστε απέξω, αλλά μας κάνουν να γελάμε».
Μεταξύ νοσταλγίας και ανασφάλειας
«Δεν είναι τόσο οι κινηματογραφικές αρετές εκείνων των ταινιών που ελκύουν ακόμη το κοινό», λέει ο κριτικός κινηματογράφου και πρώην διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Μισέλ Δημόπουλος, τονίζοντας ότι οι εμπορικές κωμωδίες της εποχής, επηρεασμένες συχνά από την επιθεώρηση, βασίζονταν στους καλούς ηθοποιούς, στα καλά σενάρια ή στη χαρακτηριστική της εποχής θεματολογία.
Η δεκαετία του '60 με την αντιπαροχή και την κάθοδο στην πόλη - με κλασικό παράδειγμα τον «Ζήκο» και άλλους ρόλους του Χατζηχρήστου -, η «φτωχολογιά», η γραφικότητα των χαρακτήρων, καθώς και η Αθήνα του '50, όπου άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους και προσπαθούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, είναι στοιχεία, προσθέτει, που σήμερα συγκινούν. «Υπάρχει προφανώς και ένα νοσταλγικό στοιχείο για εκείνη την Ελλάδα», λέει ο Δημόπουλος, «από όσους την έχουν ζήσει και από όσους έχουν ακούσει για αυτήν. Εκείνες οι ταινίες, σε αντίθεση με την τρέλα των ιταλικών κωμωδιών, ήταν λίγο κομφορμιστικές, συντηρητικές, ακαδημαϊκές. Υπάρχουν όμως και κάποιες αξιόλογες, όπως οι "Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο", "Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης", "Ελα στον θείο", "Σάντα Τσικίτα", "Ο Ηλίας του 16ου" και άλλες, οι οποίες με τη θεματολογία τους αγγίζουν σήμερα κάποιες χορδές».
Κάτι μεταξύ νοσταλγίας και ανασφάλειας δηλαδή. Μάλλον αυτοί είναι και οι λόγοι που στο facebook τα σχετικά με τον παλιό κινηματογράφο γκρουπ κρατούν σε σταθερά νούμερα τους θαυμαστές τους. Το καλοκαίρι που μας πέρασε πολλοί δημοτικοί κινηματογράφοι, από τη Λάρισα έως τους Μολάους, συνέχισαν απτόητοι την παράδοση με προβολές που δίνουν έμφαση σε ταινίες όπως «Αχ, αυτή η γυναίκα μου», «Ο Θύμιος τα 'κανε θάλασσα», «Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο», «Μοντέρνα Σταχτοπούτα», ή «Τεντιμπόι, αγάπη μου». Εξάλλου πρόσφατα γνωστός διαδικτυακός πάροχος ανακοίνωσε περήφανα ότι η ψηφιακή βιντεοθήκη του εμπλουτίστηκε με περίπου 160 έργα από τη «χρυσή ταινιοθήκη της Φίνος Φιλμ».
Από τη δική του βιντεοθήκη ο Λευτέρης παρατηρεί ότι «το συνηθισμένο σχόλιο των πελατών που δανείζονται παλιές ελληνικές κωμωδίες είναι περίπου του στυλ "να γελάσει το χειλάκι μας μέσα στην τόση μαυρίλα"» ή ότι χαρακτήρες σαν τον «Μαυρογιαλούρο» επιλέγονται γιατί σε έναν βαθμό αντικατοπτρίζουν τη σημερινή κατάσταση. Η Αννυ λέει ότι βλέπει αυτές τις κωμωδίες γιατί νιώθει οικειότητα ή γιατί προσέχει διαρκώς νέες λεπτομέρειες, αναγνωρίζει όμως ότι το κοινό μάλλον διαφορετικά έβλεπε τότε - εν μέσω γενικής αισιοδοξίας και κοινωνικής ανόδου - τους χαρακτήρες που διακωμωδούσαν τη φτώχεια τους και αλλιώς τους βλέπει τώρα. Ο Μισέλ Δημόπουλος παρατηρεί ότι «δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν το είδος συντηρείται λόγω κρίσης. Ωστόσο η κωμωδία πάντα γνωρίζει άνοδο σε τέτοιες περιόδους.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα και στην Ιταλία και στη Γαλλία, απλώς στην Ελλάδα η παραγωγή κωμωδιών για τον κινηματογράφο είναι σχετικά περιορισμένη και η τηλεόραση ξαναπαίζει τα παλιά έργα. Εκείνα που, έστω και λογοκριμένα, αποτυπώνουν κάπως την Ελλάδα των δεκαετιών του '50 και του '60, όταν η χώρα έβγαινε από τον Εμφύλιο, όταν υπήρχε φτώχεια, δυσκολία, προσπάθεια "να τα βγάλουμε πέρα", όταν υπήρχε ο χαρακτήρας του "καταφερτζή" και άλλα στοιχεία που προσομοιάζουν με το σήμερα».
Ισως γι' αυτό, επομένως, τα βίντεο με αποσπάσματα ή ολόκληρες ταινίες στο YouTube γνωρίζουν σήμερα μεγάλες δόξες και σε «χτυπήματα» και σε πλήθος εγκωμιαστικών σχολίων. Στην τηλεόραση παίζεται ακόμη εκείνο το τηλεοπτικό σποτ με τον Κώστα Βουτσά που κλείνοντας το μάτι σε παλαιούς ρόλους του διαφημίζει ελληνικό καφέ και υπαινίσσεται το γενικό βάρος των χρεών μας. Ισως οι θεατές τον βλέπουν πια με λίγο διαφορετική διάθεση, όπως και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στον «Σπαγγοραμμένο», που διαπραγματεύεται ένα ακριβούτσικο πεπόνι με τον μανάβη του, με το επιχείρημα «και τα κάρβουνα έχουν φτηνότερα, θα πάρω κάρβουνα δηλαδή;».
Ή τον Θανάση Βέγγο στο «Θα σε κάνω βασίλισσα», ο οποίος υπολογίζει την αμοιβή που του ζητά ο μάστορας του σπιτιού του σαν να είναι όμοια με εκείνη ενός γυμνασιάρχη και τελικά τον αποπαίρνει λέγοντας «άλλο τούτο πάλι, ο Βαγγέλης γυμνασιάρχης». Αλλά και τη Γεωργία Βασιλειάδου στο «Η κυρά μας η μαμμή», τη στιγμή που ένας συγχωριανός της τής ζητά συμβουλές για τον πονεμένο τραπεζίτη του, εκείνη τον ρωτάει «ποιος από τους δύο, ο αριστερός ή ο δεξιός;» και όταν εκείνος απαντά «ο δεξιός», του αποκρίνεται: «Εμ, βέβαια, τραπεζίτης και αριστερός δεν πάει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου